υποξείδιο

From LSJ

Μὴ λοιδόρει γυναῖκα μηδὲ νουθέτει → Noli increpare neu monere mulierem → Schimpf' eine Frau nicht aus noch weise sie zurecht

Menander, Monostichoi, 353

Greek Monolingual

το, Ν
χημ. άλλη ονομασία του πρωτοξειδίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο)- + οξ(ε)ίδιο. Η λ., στον λόγιο τ. ὑποξείδιον, μαρτυρείται από το 1840 στον Ξ. Λάνδερερ].