υποξείδιο

From LSJ
Cicero, Tusculanarum Disputationum, I.45.109

Greek Monolingual

το, Ν
χημ. άλλη ονομασία του πρωτοξειδίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο)- + οξ(ε)ίδιο. Η λ., στον λόγιο τ. ὑποξείδιον, μαρτυρείται από το 1840 στον Ξ. Λάνδερερ].