υποσημείωση

From LSJ

Οὐδεὶς μετ' ὀργῆς ἀσφαλῶς βουλεύεται → Consilia sunt intuta, quibus ira adsidet → Im Zorn fasst keiner ungefährdet einen Plan

Menander, Monostichoi, 415

Greek Monolingual

η / ὑποσημείωσις, -ώσεως, ΝΑ [[ὑποσημειῶ / -ώνω]]
σημείωση, παρατήρηση στο κάτω μέρος σελίδας εντύπου ή εγγράφου
αρχ.
1. πρόσθετη σημείωση
2. υπογραφή.