ἐν δὲ κοινὸς ἀρσένων ἴτω κλαγγά → and let the shouts of males rise jointly
Α σπείρω1. μτφ. διασπείρω κρυφά («τῶν λόγων τοῦ Πλάτωνος ἔστιν οὕστινας ὑποσπείροντος», Πλούτ.)2. παθ. ὑποσπείρομαι(για την γη) σπέρνομαι κάτω από τα δέντρα.