υποσπώ

From LSJ

μικρὰ παρεμπορευσαμέναις τῆς ἀφροδίτης → little love commerce, little divertisements with Aphrodite

Source

Greek Monolingual

-άω, Α σπάω / σπῶ]
1. αποσπώ, αφαιρώ κάτι από κάτω («ποίμνης νεογνὸν θρέμμ' ὑποσπάσας», Ευρ.)
2. αποσύρω κάτι κρυφά
3. μέσ. ὑποσπῶμαι, -άομαι
αποσπώ κάτι και το σύρω προς το μέρος μου.