υπόδειξη
From LSJ
Οὐ χρὴ φέρειν τὰ πρόσθεν ἐν μνήμῃ κακά → Mala pristina haud oportet ferre in memoria → Du darfst nicht im Gedächtnis tragen früheres Leid
Greek Monolingual
η / ὑπόδειξις, -είξεως, ΝΜΑ ὑποδείκνυμι
το να υποδεικνύει κανείς κάτι, να συμβουλεύει ή να προτείνει σε κάποιον να κάνει κάτι (α. «γνώμες ακούω, υποδείξεις δεν δέχομαι» β. «ὑποδείξεως ἕνεκα», Νικόμ.)
νεοελλ.
το να δείχνει ή να υποδηλώνει κανείς κάτι έμμεσα ή σιωπηρά
αρχ.
νόημα, νεύμα που γίνεται σιωπηρά, εμπιστευτικά.