ὑπόδειξις
From LSJ
κακῆς ἀπ' ἀρχῆς γίγνεται [[τέλος]] κακόν → from a bad [[beginning]] comes a bad end (Euripides' Aeolus fr. 32)
English (LSJ)
-εως, ἡ, intimation, indication, ὑπόδειξιν ποιεῖσθαι τίνα πότ' ἐστιν.. Phld.Rh.1.52 S.; θεία ὑ. Phleg.36.3 J., cf. PMag.Leid. W.18.27; ὑποδείξεως ἕνεκα γεγράφθω διάγραμμα Nicom.Ar.2.3:—f.l. in Plu.Demetr. 38.
German (Pape)
[Seite 1214] ἡ, das Andeuten, ὄψεων Plut. Demetr. 38.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπόδειξις: -εως, ἡ, τὸ ὑποδεικνύναι, ὑποδείξεως ἕνεκα Νικομ. Γερασ. Ἀριθμ. σ. 111, 19· ὄψεων ὑποδείξεις (ἡ λέξ. φαίνεται ἡμαρτημένη, ἴσως διορθωτέον ὑπολείψεις), Πλουτ. Δημήτρ. 38, ἔνθα ἴδε σημ. Κοραῆ.