υπόκρουση
From LSJ
Οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → Nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us
Οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → Nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us
η / ὑπόκρουσις, -ούσεως, ΝΑ ὑποκρούω
νεοελλ.
συνοδεία τραγουδιού ή απαγγελίας με μουσικό όργανο (α. «με υπόκρουση πιάνου» β. «με υπόκρουση ορχήστρας»)
αρχ.
διακοπή του λόγου.