υπόπτερος

From LSJ

Θέλω τύχης σταλαγμὸν ἢ φρενῶν πίθον → Melior fortunae guttula artis urceo → Ein Topfen Glück ist mehr wert als ein Fass Verstand

Menander, Monostichoi, 240

Greek Monolingual

-η, -ο / ὑπόπτερος, -ον, ΝΑ
νεοελλ.
μτφ. αυτός που είναι ελαφρός και ευκίνητος σαν να έχει φτερά
αρχ.
1. αυτός που έχει φτερά ή πτερύγια, φτερωτός («τὰς ὑποπτέρους βάλλον πελειάς», Σοφ.)
2. παροιμ. φρ. «ὑπόπτερος ὁ πλοῦτος» — λέγεται για να δηλώσει ότι τα πλούτη εξαφανίζονται γρήγορα, σαν να έχουν φτερά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + -πτερος (< πτερόν), πρβλ. περί-πτερος].