υπόχθων

From LSJ

οὐ τῷ πλήθει ἀλλὰ τῷ ἀξιώματι → not in numbers but in quality

Source

Greek Monolingual

-ονος, ὁ, ἡ, Α
υποχθόνιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + χθών, χθονός «γη, έδαφος» (πρβλ. περί-χθων)].