υπόψηφος

From LSJ

Θησαυρός ἐστι τοῦ βίου τὰ πράγματα → Non est thesaurus vitae nisi negotia → Des Lebensgutes Schatz erwächst aus Tätigkeit

Menander, Monostichoi, 235

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
υποψήφιος
μσν.
εκκλ. αυτός που προορίζεται για ανώτατο εκκλησιαστικό αξίωμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ψῆφος (πρβλ. σύμψηφος)].