υφαντός

From LSJ

Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχειFelix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt

Menander, Monostichoi, 340

Greek Monolingual

-ή, -ό / ὑφαντός, -ή, -όν, ΝΑ, και φαντός, -ή, -ό, Ν ὑφαίνω
1. κατασκευασμένος στον υφαντικό ιστό, στον αργαλειό, ο υφασμένος
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα υφαντά
υφάσματα, συνήθως χοντρά, που έχουν σχέδια ενυφασμένα.