υψηλόπους

From LSJ

ἄδικον ἦν πλοῦτον ἔχειν παρὰ νόμον → it is unjust to have money against the law

Source

Greek Monolingual

-ουν, Α
αυτός που έχει ψηλά πόδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑψηλός + πούς «πόδι» (πρβλ. μεγαλό-πους].