υψινεφής
From LSJ
Ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν → Patientiam suadere facile, non pati → Es spricht sich leichter zu, als stark zu sein im Leid
-ές, Α
(για τον Δία) αυτός που κατοικεί στα νέφη, στα σύννεφα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + -νεφής (< νέφος) πρβλ. ἀγχινεφής].