υψινεφής

From LSJ

ἔτλην δ' οἷ' οὔ πώ τις ἐπιχθόνιος βροτὸς ἄλλος → I have endured as much as no other mortal

Source

Greek Monolingual

-ές, Α
(για τον Δία) αυτός που κατοικεί στα νέφη, στα σύννεφα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + -νεφής (< νέφος) πρβλ. ἀγχινεφής].