υψινεφής

From LSJ

Γέρων γενόμενος μὴ γάμει νεωτέραν → Ne ducas iuniorem, si fueris senex → Wenn du gealtert, nimm dir keine junge Frau

Menander, Monostichoi, 110

Greek Monolingual

-ές, Α
(για τον Δία) αυτός που κατοικεί στα νέφη, στα σύννεφα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + -νεφής (< νέφος) πρβλ. ἀγχινεφής].