φάλτσο
From LSJ
Νέµουσι δ' οἴκους καὶ τὰ ναυστολούµενα ἔσω δόµων σῴζουσιν, οὐδ' ἐρηµίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος → They manage households, and save what is brought by sea within the home, and no house deprived of a woman can be tidy and prosperous
Greek Monolingual
και φάλσο, το, Ν
1. η τονική παρέκκλιση από το σωστό τονικό ύψος
2. λάθος, σφάλμα
3. φαλτσαστέκα
4. (στο ποδόσφ.) φαλτσάρισμα
5. στον πληθ. τα φάλτσα
τα δερμάτινα τεμάχια που απομένουν μετά το κόψιμο του πτερνίτη, του τακουνιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. falso «λανθασμένος, ψευδής, παραποιημένος»].