φάντωρ

From LSJ

φιλοσοφίαν καινὴν γὰρ οὗτος φιλοσοφεῖ → this man adopts a new philosophy

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φάντωρ Medium diacritics: φάντωρ Low diacritics: φάντωρ Capitals: ΦΑΝΤΩΡ
Transliteration A: phántōr Transliteration B: phantōr Transliteration C: fantor Beta Code: fa/ntwr

English (LSJ)

-ορος, ὁ, one who displays, σεμνῶν φ. νυκτῶν IG22.3411 (ii A. D.).

Greek Monolingual

-ορος, ὁ, Α
αυτός που επιδεικνύει ή φανερώνει κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φᾰν- του φαίνω + επίθημα -τωρ (πρβλ. λυμάντωρ)].