φάσα

From LSJ

πολλὰς ἂν εὕροις μηχανάς· γυνὴ γὰρ εἶ → you will find many ruses: you are a woman

Source

Greek Monolingual

η, Ν
πρόσθετη λωρίδα υφάσματος που ράβεται σε ένδυμα για να το μακρύνει ή να το φαρδύνει ή, απλώς, για να το διακοσμήσει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. fascia «λωρίδα»].