στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound
impér. prés. de φέρω, forme diverses locut. : v. φέρω.
φέρε: см. φέρω 23.
φέρε: ἴδε φέρω ΙΧ.
φέρε: προστ. του φέρω, βλ. φέρω IX.