φαγώσιμος

From LSJ

κρεῖττον εἶναι φιλοσόφως ἀποθανεῖν ἢ ἀφιλοσόφως ζῆν → that it is better to die in manner befitting a philosopher than to live unphilosophically

Source

Greek Monolingual

-η, -ο, Ν
1. αυτός που μπορεί να φαγωθεί, βρώσιμος, εδώδιμος
2. μτφ. (για πρόσ.) υποφερτός
3. (το ουδ. συν. στον πληθ. ως ουσ.) τα φαγώσιμα
τα τρόφιμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έχει σχηματιστεί από το θ. του αορ. του τρώγω (πρβλ. να φάγω, βλ. και λ. φαγεῖν) με την κατάλ. -σιμος, αναλογικά προς το πόσιμος].