φαινομενικός
From LSJ
πολλὰ δ' ἄναντα κάταντα πάραντά τε δόχμιά τ' ἦλθον → and ever upward, downward, sideward, and aslant they went
Greek Monolingual
-ή, -ό, Ν
1. αυτός που υπάρχει μόνον κατά το φαινόμενο, δηλαδή αυτός που δεν έχει πραγματική υπόσταση, απατηλός («φαινομενική φιλία»)
2. εξωτερικός, επιφανειακός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φαινόμενο. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στον Ι. Μ. Ραπτάρχη].