Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

φαιόχρωμος

From LSJ
Aristotle, Nicomachean Ethics, 5.30

Greek Monolingual

-η, -ο, Ν
αυτός που έχει φαιό χρώμα, σταχτής, γκρίζος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φαιός + -χρωμος (< χρώμα), πρβλ. ανοιχτόχρωμος].