φαλακροκόραξ

From LSJ

ἅτε γὰρ ἐννάλιον πόνον ἐχοίσας βαθύν σκευᾶς ἑτέρας, ἀβάπτιστος εἶμι φελλὸς ὣς ὑπὲρ ἕρκος ἅλμας → for just as when the rest of the tackle labors in the depths of the sea, like a cork I shall go undipped over the surface of the brine | as when the other part of the tackle is laboring deep in the sea, I go unsoaked like a cork above the surface of the sea

Source

Greek Monolingual

και φαλακροκόρακας, ο, Ν
ζωολ. γένος και γενική λόγια ονομασία τών υδρόβιων ιχθυοφάγων πτηνών της οικογένειας φαλακροκορακίδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. phalacrocorax < φαλακρός + κόραξ, -ακος].