φαλακροκόραξ
From LSJ
οὐκ ἔστι λύπης ἄλγημα μεῖζον → there is no greater pain than grief
Greek Monolingual
και φαλακροκόρακας, ο, Ν
ζωολ. γένος και γενική λόγια ονομασία τών υδρόβιων ιχθυοφάγων πτηνών της οικογένειας φαλακροκορακίδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. phalacrocorax < φαλακρός + κόραξ, -ακος].