φαναρτζής

From LSJ

Τῶν δυστυχούντων εὐτυχὴς οὐδεὶς φίλοςFelix amicus nullus infelicibus → für die im Unglück ist kein Glücklicher ein Freund

Menander, Monostichoi, 502

Greek Monolingual

ο, Ν
1. κατασκευαστής ή επιδιορθωτής φανών, φανοποιός
2. αυτός που κατεργάζεται ή επιδιορθώνει διάφορα μεταλλικά είδη από λευκοσίδηρο, τενεκετζής
3. (ειδικά) τεχνίτης που επισκευάζει αμαξώματα αυτοκινήτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φανάρι + κατάλ. -τζής].