φαντασιοκοπία

From LSJ

Λυποῦντα λύπει, καὶ φιλοῦνθ' ὑπερφίλει → Illata mala repende; amantem magis ama → Den kränke, der dich kränkt, und liebe den, der liebt

Menander, Monostichoi, 322

Greek Monolingual

η, ΝΜ φαντασιοκόπος
σκέψη που δεν μπορεί να πραγματωθεί, ιδέα που βρίσκεται έξω από την πραγματικότητα.