φαρμακέμπορος

From LSJ

Λιμὸς μέγιστον ἄλγος ἀνθρώποις ἔφυ → Inter dolores maximum humanos fames → Der Hunger ist den Menschen allergrößter Schmerz

Menander, Monostichoi, 320

Greek Monolingual

ο, Ν
ιδιοκτήτης φαρμακεμπορείου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φάρμακο + έμπορος. Η λ. μαρτυρείται από το 1835 στους Ελληνικούς Κώδικες].