φαρμακοχημεία

From LSJ

Φύσιν πονηρὰν μεταβαλεῖν οὐ ῥᾴδιον → Haud facile commutatur ingenium malum → Verdorbene Natur zu ändern ist nicht leicht

Menander, Monostichoi, 531

Greek Monolingual

η, Ν
(παλ. όρος) μέρος της χημείας που έχει ως αντικείμενο μελέτης τις προερχόμενες από τα φαρμακευτικά φυτά ουσίες.