ἐν ταῖς ἀνάγκαις χρημάτων κρείττων φίλος → it is better in times of need to have friends rather than money, a friend in need is a friend indeed (Menander, Sententiae monostichoi 143)
και φασιστής, ο, θηλ. φασίστρια, Ν
1. οπαδός του φασισμού
2. (κατ' επέκτ.) άνθρωπος με φασιστική νοοτροπία και συμπεριφορά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. fascista (βλ. και λ. φασισμός)].