φασκελιά
From LSJ
θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei
και σφακελιά, η, Ν
φάσκελο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φάσκελο / σφάκελο + κατάλ. -ιά (πρβλ. μαχαιριά)].