φεγγοκάτοχος

From LSJ

Μὴ λοιδόρει γυναῖκα μηδὲ νουθέτει → Noli increpare neu monere mulierem → Schimpf' eine Frau nicht aus noch weise sie zurecht

Menander, Monostichoi, 353

Greek (Liddell-Scott)

φεγγοκάτοχος: -ον, ὁ κατέχων φέγγος, Κλήμ. Ρώμ. σ. 1461, ἔκδ. Mi.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει φέγγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φέγγος + κάτοχος (< κατέχω)].