νόσημα γὰρ αἴσχιστον εἶναί φημι συνθέτους λόγους → for I consider false words to be the foulest sickness
φεγγοκάτοχος: -ον, ὁ κατέχων φέγγος, Κλήμ. Ρώμ. σ. 1461, ἔκδ. Mi.
-ον, Ααυτός που έχει φέγγος.[ΕΤΥΜΟΛ. < φέγγος + κάτοχος (< κατέχω)].