φευγάλα

From LSJ

Ὁ μηδὲν εἰδὼς οὐδὲν ἐξαμαρτάνει → Quicumque nihil (nil) scit, ille vir peccat nihil → Ein Mann, der ohne Wissen ist, macht auch nichts falsch

Menander, Monostichoi, 430

Greek Monolingual

η, Ν
εσπευσμένη απομάκρυνση, φευγιό, φυγή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φεύγω, κατά το πηλάλα (πρβλ. τρεχ-άλα: τρέχω)].