Ὁ μηδὲν εἰδὼς οὐδὲν ἐξαμαρτάνει → Quicumque nihil (nil) scit, ille vir peccat nihil → Ein Mann, der ohne Wissen ist, macht auch nichts falsch
η, Νεσπευσμένη απομάκρυνση, φευγιό, φυγή.[ΕΤΥΜΟΛ. < φεύγω, κατά το πηλάλα (πρβλ. τρεχ-άλα: τρέχω)].