δύο ἀρνήσεις μίαν συγκατάθεσιν ποιοῦσι → two negatives make an affirmative
το, Ν1. φυγή, φευγάλα2. αποχώρηση, αναχώρηση.[ΕΤΥΜΟΛ. < φεύγω + κατάλ. -ιό (πρβλ. τρεχ-ιό: τρέχω, χτικ-ιό: χτικιάζω)].