φευγιό Search Google

From LSJ

δύο ἀρνήσεις μίαν συγκατάθεσιν ποιοῦσι → two negatives make an affirmative

Source

Greek Monolingual

το, Ν
1. φυγή, φευγάλα
2. αποχώρηση, αναχώρηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φεύγω + κατάλ. -ιό (πρβλ. τρεχ-ιό: τρέχω, χτικ-ιό: χτικιάζω)].