φευγάλα
Γηράσκω δ᾽ αἰεὶ πολλὰ διδασκόμενος -> I grow old always learning many things
Solon the AthenianGreek Monolingual
η, Ν
εσπευσμένη απομάκρυνση, φευγιό, φυγή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φεύγω, κατά το πηλάλα (πρβλ. τρεχ-άλα: τρέχω)].
- Αναζήτηση σε: Google | Τριανταφυλλίδη | Βικιπαίδεια | Βικιλεξικό | slang.gr | Κάτο