φευγάλα

From LSJ

Ἱκανὸν τὸ νικᾶν ἐστι τοῖς ἐλευθέροις → Vicisse satis est inter liberos tibi → Den Freigesinnten reicht zu siegen durchaus hin

Menander, Monostichoi, 262

Greek Monolingual

η, Ν
εσπευσμένη απομάκρυνση, φευγιό, φυγή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φεύγω, κατά το πηλάλα (πρβλ. τρεχ-άλα: τρέχω)].