φιάλιον
From LSJ
εἰ μὴ προσέθηκα καὶ κατεσιώπησα ψυχήν μου, ὡς τὸ ἀπογεγαλακτισμένος ἐπὶ μητέρα αὐτοῦ → surely I have calmed and quieted my soul like a weaned child on its mother's shoulder
English (LSJ)
τό, = φιαλίδιον, Eub. 69, Arist. Mir. 832b26, IG 7.303.58 (Orop.), 11 (2).161 B 27, al. (Delos, iii BC), etc.
German (Pape)
[Seite 1273] τό, = Folgdm, Duris bei Ath. VI, 231 b.
Greek Monolingual
τὸ, Α φιάλη
υποκορ. τ. του φιάλη.
Russian (Dvoretsky)
φιάλιον: (ᾰ) τό небольшая чаша Arst.