Χαίρειν ἐπ' αἰσχροῖς οὐδέποτε χρὴ πράγμασιν → Non decet in rebus esse laetum turpibus → In schlimmer Not ist Freude niemals angebracht
και παλ. εσφ. τ. φειδόχορτο, το, Ν
βοτ. κοινή ονομασία με την οποία είναι γνωστά πολλά είδη φυτών της ελληνικής χλωρίδας, όπως λ.χ. είδη του γένους άρο, του γένους αριστολόχια, του γένους γναφάλιο, του γένους ερύγγιο κ.ά., αλλ. φιδοχόρταρο ή φιδοβότανο.