φιλί

From LSJ

Δεῖ τοὺς μὲν εἶναι δυστυχεῖς, τοὺς δ' εὐτυχεῖς → Aliis necesse est bene sit, aliis sit male → Die einen trifft das Unglück, andere das Glück

Menander, Monostichoi, 125

Greek Monolingual

το, Ν
1. φίλημαανάρια ανάρια το φιλί για νά 'χει νοστιμάδα», παροιμ.)
2. βλ. φελί
3. φρ. «το φιλί του Ιούδα» — προδοσία από πρόσωπο που υποκρινόταν τον φίλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλεῖν, απρμφ. του ρ. φιλῶ (πρβλ. φαγί < φαγεῖν)].