φιλοβασιλικός

From LSJ

αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό, Ν
1. ο θιασώτης του βασιλικού θεσμού, βασιλόφρονας («φιλοβασιλική οικογένεια»)
2. αυτός που γίνεται ως έκφραση αγάπης προς έναν βασιλιά («φιλοβασιλική συγκέντρωση»).
-ή, -όν, Α φυλοβασιλεύς
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον φυλοβασιλέα («φυλοβασιλικὰ χρήματα», επιγρ.).