φιλογαρέλαιος
From LSJ
ἀεὶ δ' ἀρέσκειν τοῖς κρατοῦσιν → always try to please your masters, always be obsequious to the masters
English (LSJ)
ὁ, fond of fish-pickle and oil, pr. n. of a parasite in Alciphr.
Greek Monolingual
ὁ, Α
(ως κωμικό παρωνύμιο παρασίτου) αυτός που του αρέσει το γαρέλαιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + γαρέλαιον «είδος αλοιφής»].