φιλοκατήγορος

From LSJ

Μέμνησο νέος ὤν, ὡς γέρων ἔσῃ ποτέ → Iuvenis memento te fore aliquando senem → Bedenke jung schon, dass dereinst ein Greis du bist

Menander, Monostichoi, 354

Greek Monolingual

-η, -ο, Ν
αυτός που του αρέσει να κατηγορεί τους άλλους, που έχει τη ροπή να ψέγει τους άλλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + κατήγορος.