φιλοκατήγορος

From LSJ

Πενίαν φέρειν καὶ γῆράς ἐστι δύσκολον → Tolerare inopiam cum senectute arduum est → Im Alter Armut zu ertragen ist gar schwer

Menander, Monostichoi, 461

Greek Monolingual

-η, -ο, Ν
αυτός που του αρέσει να κατηγορεί τους άλλους, που έχει τη ροπή να ψέγει τους άλλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + κατήγορος.