φιλόγυνος

From LSJ

Δὶς ἐξαμαρτεῖν ταὐτὸν οὐκ ἀνδρὸς σοφοῦ → Qui sapit, eundem non bis errabit modum → Den selben Fehler zwei Mal macht kein kluger Mann

Menander, Monostichoi, 121

German (Pape)

[Seite 1279] Weiber liebend, Weiberfreund, Lys. bei B. A. 115.

Greek Monolingual

-ον, Α
(δ. γρφ.) φιλογύνης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -γυνος (για τη μορφή του β' συνθετικού βλ. λ. γυναίκα), πρβλ. ἀνδρόγυνος].