φλεβίτιδα

From LSJ

παραγραμμίζω τὰ τῶν θεῶν ὀνόματα → miswrite the gods' names

Source

Greek Monolingual

η, Ν
(ιατρ.-κτην.) οξεία ή χρόνια, συνήθως περιγεγραμμένη, φλεγμονή του τοιχώματος μιας φλέβας, που συνδυάζεται συχνά με ύπαρξη ή σχηματισμό θρόμβου στο εσωτερικό της.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. phlebite < φλέβα + κατάλ. -ίτιδα. Η λ., στον λόγιο τ. φλεβῖτις, μαρτυρείται από το 1854 στον θ. Αφεντούλη].