φλόκος

From LSJ

οὗτος ἐγὼ ταχυτᾶτι· χεῖρες δὲ καὶ ἦτορ ἴσο → this is my speed: my hands and heart are its equal, such am I for speed; my hands and heart are just as good

Source

Greek Monolingual

ο, Ν
1. το φλόκι
2. ναυτ. τριγωνικό ιστίο που προεξέχει από την πλώρη, ο αρτέμων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. flocco].