φοροεισπράκτορας

From LSJ

τὴν ἐρημίαν τῶν κωλυσόντων ὁρῶνseeing that there would be none to hinder him

Source

Greek Monolingual

ο, Ν
εισπράκτορας αρμόδιος να εισπράττει δημόσιους φόρους ή δημοτικά τέλη.