δεκατηλόγος
γυναικόφρων γὰρ θυμὸς ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → it's an unwise man who shows a woman's spirit
English (LSJ)
ὁ, (λέγω) = δεκατευτής, D.23.177.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ perceptor del diezmo, recaudador del diezmo D.23.177, Poll.6.128, Hsch., Phot.δ 158
•gener. recaudador de impuestos Polyaen.2.34, Basil.M.29.280B, Malch.1.18.
German (Pape)
[Seite 543] ὁ, der Zolleinnehmer, Dem. 23, 177.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
percepteur de la dîme.
Étymologie: δεκάτη, λέγω².
Russian (Dvoretsky)
δεκᾰτηλόγος: ὁ сборщик десятины Dem.
Greek (Liddell-Scott)
δεκατηλόγος: ὁ, (λέγω) = δεκατευτής, Δημ. 679. 27.
Greek Monolingual
ο (AM δεκατηλόγος)
ο δεκατευτής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δεκάτη + -λόγος < λέγω «συλλέγω, συγκεντρώνω»].
Greek Monotonic
δεκατηλόγος: ὁ (λέγω), αυτός που συλλέγει τη δεκάτη, τελώνης, σε Δημ.
Middle Liddell
Translations
tax collector
Armenian: հարկահավաք; Bulgarian: бирник; Chinese Mandarin: 收稅員, 收税员, 稽徵員, 稽征员, 稅吏, 税吏; Dutch: belastinginner, tollenaar; Finnish: verottaja, veroviranomainen, veronkantaja; French: percepteur, collecteur d'impôts, publicain; German: Steuereinnehmer, Steuereinnehmerin, Zöllner; Gothic: 𐌼𐍉𐍄𐌰𐍂𐌴𐌹𐍃; Greek: φοροεισπράκτορας, φοροεισπράκτωρ; Ancient Greek: ἀπαιτητής, βίνδιξ, δασμογράφος, δεκάδαρχος, δεκατηλόγος, διαγραφάριος, εἰσάκτης, εἰσπράκτωρ, ἐκλήπτωρ, ἐκλογιστής, ἐκπράκτης, κεφαλαιωτής, λογευτής, τελώνης, τελωνητής; Hawaiian: luna ʻauhau; Hungarian: adószedő; Icelandic: skattheimtumaður; Italian: esattore; Japanese: 収税人, 収税吏; Javanese: panarik pajeg; Latin: exactor, publicanus; Macedonian: даночник; Maore Comorian: muliv̄isa latete; Maori: kaikohi tāke; Middle English: fermour; Ottoman Turkish: خراججی; Plautdietsch: Takskollakjta; Portuguese: coletor de impostos; Russian: сборщик налогов, сборщица налогов; Serbo-Croatian Cyrillic: порезник; Roman: poreznik; Slovene: dacar; Spanish: recaudador de impuestos; Swahili: mtoza ushuru; Swedish: skatteindrivare, skattmas; Ugaritic: 𐎎𐎃𐎗; Ukrainian: збирач податків; Yiddish: שטײַער־מאָנער