κεφαλαιωτής

From LSJ

ὅσον ἀπὸ τοῦ ἱεροῦ ἐφεωρᾶτο τῆς νήσου → as much of the island as was in view from the temple

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κεφαλαιωτής Medium diacritics: κεφαλαιωτής Low diacritics: κεφαλαιωτής Capitals: ΚΕΦΑΛΑΙΩΤΗΣ
Transliteration A: kephalaiōtḗs Transliteration B: kephalaiōtēs Transliteration C: kefalaiotis Beta Code: kefalaiwth/s

English (LSJ)

κεφαλαιωτοῦ, ὁ, = Lat.
A capitularius, secretary and treasurer of a group of landowners or artisans, acting as recruiting officer, tax collector, etc., PThead.22.4 (iv A.D.), PLips.40 iii 17 (iv/v A.D.), 48.9 (pl., iv A.D.), al., Cod.Theod.11.24.6.7 (pl.); τοῦ ἡγεμονικοῦ πολυκώπου PGrenf.2.80 (pl., v A.D.); ταρσικαρίων PLips.89 (iv A.D.); πιττακίων Sammelb.4422.2; πλινθουργῶν ib.5175.21 (vi A.D.), al.
II in plural, = Lat. optimates, Olymp.Hist.p.452 D.

Greek (Liddell-Scott)

κεφαλαιωτής: ὁ, ἐν τῷ πληθ. οἱ κεφαλαιωταί, = οἱ πρῶτοι, οἱ ἀρχηγοί, κοινῶς «τὰ κεφάλια», Χρον. Πάσχ. σ. 26Α, Εὐστ. Πονημάτ. σ. 282, 90, κλπ.

Greek Monolingual

κεφαλαιωτής, -οῦ, ὁ (ΑΜ) κεφαλαιώ
στον πληθ. οι κεφαλαιωταί, οι κεφαλές, οι αρχηγοί, οι πρώτοι
αρχ.
γραμματέας ή ταμίας ενός συντεχνιακού ομίλου γαιοκτημόνων ή τεχνιτών, π.χ. φοροσυλλέκτης, στρατολόγος κ.λπ.

Translations

tax collector

Armenian: հարկահավաք; Bulgarian: бирник; Chinese Mandarin: 收稅員, 收税员, 稽徵員, 稽征员, 稅吏, 税吏; Dutch: belastinginner, tollenaar; Finnish: verottaja, veroviranomainen, veronkantaja; French: percepteur, collecteur d'impôts, publicain; German: Steuereinnehmer, Steuereinnehmerin, Zöllner; Gothic: 𐌼𐍉𐍄𐌰𐍂𐌴𐌹𐍃; Greek: φοροεισπράκτορας, φοροεισπράκτωρ; Ancient Greek: ἀπαιτητής, βίνδιξ, δασμογράφος, δεκάδαρχος, δεκατηλόγος, διαγραφάριος, εἰσάκτης, εἰσπράκτωρ, ἐκλήπτωρ, ἐκλογιστής, ἐκπράκτης, κεφαλαιωτής, λογευτής, τελώνης, τελωνητής; Hawaiian: luna ʻauhau; Hungarian: adószedő; Icelandic: skattheimtumaður; Italian: esattore; Japanese: 収税人, 収税吏; Javanese: panarik pajeg; Latin: exactor, publicanus; Macedonian: даночник; Maore Comorian: muliv̄isa latete; Maori: kaikohi tāke; Middle English: fermour; Ottoman Turkish: خراججی; Plautdietsch: Takskollakjta; Portuguese: coletor de impostos; Russian: сборщик налогов, сборщица налогов; Serbo-Croatian Cyrillic: порезник; Roman: poreznik; Slovene: dacar; Spanish: recaudador de impuestos; Swahili: mtoza ushuru; Swedish: skatteindrivare, skattmas; Ugaritic: 𐎎𐎃𐎗; Ukrainian: збирач податків; Yiddish: שטײַער־מאָנער