κεφαλαιωτής
Kατεσκευάσθη τὸ ἱερὸν τοῦτο ποτήριον ... ἐν ἔτει ,αω'α' → Τhis holy cup was made ... in the year 1801
English (LSJ)
κεφαλαιωτοῦ, ὁ, = Lat.
A capitularius, secretary and treasurer of a group of landowners or artisans, acting as recruiting officer, tax collector, etc., PThead.22.4 (iv A.D.), PLips.40 iii 17 (iv/v A.D.), 48.9 (pl., iv A.D.), al., Cod.Theod.11.24.6.7 (pl.); τοῦ ἡγεμονικοῦ πολυκώπου PGrenf.2.80 (pl., v A.D.); ταρσικαρίων PLips.89 (iv A.D.); πιττακίων Sammelb.4422.2; πλινθουργῶν ib.5175.21 (vi A.D.), al.
II in plural, = Lat. optimates, Olymp.Hist.p.452 D.
Greek (Liddell-Scott)
κεφαλαιωτής: ὁ, ἐν τῷ πληθ. οἱ κεφαλαιωταί, = οἱ πρῶτοι, οἱ ἀρχηγοί, κοινῶς «τὰ κεφάλια», Χρον. Πάσχ. σ. 26Α, Εὐστ. Πονημάτ. σ. 282, 90, κλπ.
Greek Monolingual
κεφαλαιωτής, -οῦ, ὁ (ΑΜ) κεφαλαιώ
στον πληθ. οι κεφαλαιωταί, οι κεφαλές, οι αρχηγοί, οι πρώτοι
αρχ.
γραμματέας ή ταμίας ενός συντεχνιακού ομίλου γαιοκτημόνων ή τεχνιτών, π.χ. φοροσυλλέκτης, στρατολόγος κ.λπ.