φουκάλι

From LSJ

Θεὸν προτίμα, δεύτερον δὲ τοὺς γονεῖς → Post deum habeas parentes proximo loco → Vor allem ehre Gott, die Eltern gleich nach ihm

Menander, Monostichoi, 230

Greek Monolingual

και φοκάλι, το, Ν
βοτ. κοινή ονομασία του φυτού Hypericum crispum, του γένους υπερικό, αλλ. σουμάκι ή γουθούρα, αγουθούρα και αγούθουρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για τ. διαλ. προελεύσεως].