φούρια

From LSJ

Ῥᾷον φέρειν δεῖ τὰς παρεστώσας τύχας → Facilius ferre oportet, quae incidunt malaRecht leicht musst du das Schicksal tragen, das dich trifft

Menander, Monostichoi, 470

Greek Monolingual

η, Ν
1. βιασύνη, βία, σπουδή («στη φούρια της δουλειάς»)
2. ορμητική, βίαιη κίνηση («μπήκε με φούρια και αναποδογύρισε τα πάντα στο πέρασμά του»)
3. φρ. «είμαι στις φούριες μου» ή «έχω φούριες» — βιάζομαι πολύ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. furia < λατ. furia «μανία, ενθουσιασμός»].