ενθουσιασμός
From LSJ
Ἔργων πονηρῶν χεῖρ' ἐλευθέραν ἔχε → Mali facinoris liberam serva manum → Von schlechten Taten halte deine Hände frei
Greek Monolingual
ο (AM ἐνθουσιασμός) ενθουσιάζω
παράφορη έξαρση ψυχικών διαθέσεων που είτε είναι ενδιάθετη είτε εκδηλώνεται με χαρά ή ορμή για ενέργεια ή με επευφημίες («τῆς δυνάμεως ἐπιγνούσης το συμβεβηκός, τοιοῦτος ἐνθουσιασμός ἐγένετο», Πολ.)
νεοελλ.
έντονη ορμή προς κάποια επιδίωξη, ζωηρή διάθεση για κάτι ευχάριστο («έσβησε ο ενθουσιασμός του»)
αρχ.
1. έξαλλη κατάσταση, φρενίτιδα που προέρχεται από παραφορά ή από πάθος («ἄλογος ἐνθουσιασμός», Φιλόδ.)
2. ψυχική έξαρση που προκαλείται από μουσικά μέλη.